
27-2-2010
Ο Κώστας μοναχοπαίδι, γερό παιδί, ψηλό με πλάτες, μελαχρινό, εμποράκος και με μια παλάμη ελιές στη μάπα. Ωραίος τύπος χαμογελαστός και πάντα με τον καλό το λόγο. Ξάδερφο να τον έχεις, να τον πας σε προξενιό και να σε βγάλει ασπροπρόσωπο . Έτσι καί'γινε, πήγε για γαμπρός από Θεσ/νίκη στην επαρχία, να ζητήσει κοπέλα δίμετρη με τα έτσι της τα αλλιώς της, τα λούσα της , του σαλονιού και άμα λάχει και του λιμανιού. Μπροστά συνοδηγός ο μπαμπάς , που στα χρόνια του πήρε και προίκα και <τρύπα>, πίσω δεξιά, χειρολαβή Στρατηγός, η μητέρα. Αφού τα είπανε τα συμπεθέρια, συμπεθερικά , συμπαθητικά είπε η νεολαία να πάει ''έξω'' για ποτό, κανείς δεν υπολόγισε τη φωτοβολίδα του Κωστάκη, καμάρωνε η δίμετρη νύφη ώσπου άκουσε τον παλλήκαρο, το καμάρι μας, "Μαμά" δεν άκουσε η μαμά, μασούσε το κανταΐφι "Μαμά πήρα από το πορτοφόλι 50 ευρώ φτάνουνε για την βόλτα μου"; Γύρισε και η κοπέλα και σκέφτηκε - άραγε τό'σβησε το τογιότα ή θα πάρουν και καφέ;
Ο Γιώργαρος πετυχημένος επιχειρηματίας με ,τρία μαγαζιά, πλαταράς, καστανομάλλης 37 χρονών, μπισκωτολούκουμο για τις ελεύθερες, βάλσαμο για τις ζωντοχήρες. Με τα καμπριολέ τη μία, τις Μερτσέντες την άλλη, σωστός Δον ζουάν. Λιγομίλητος, σοβαρός και ενίοτε ανοιχτοχέρης. Τόσο συμπαθής που παραλίγο να κατέληγε και βουλευτής.
Με τα αρώματά του , με τα σεις και με τα σας. Τελικά δάγκωσε τη λαμαρίνα και πήρε μια κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά. Τον πίστεψε τον άντρα, λένε, του φέρθηκε άψογα, αλλά κι αυτός τραβούσε μέχρι και την καρέκλα να κάτσει αναπαυτικά η πεθερά στο τραπέζι, τόση δυτικότροπη ευγένεια , σαν κι εκείνα που συμβαίνουν πίσω από τα ντουβάρια των παλατιών της Αγγλίας. Απ' την μέρα όμως που έβαλε την κουλούρα τι να κάνει ο άνθρωπος, είχε τα πάντα από την πεθερά, αλλά από τη μάνα του, στενό μαρκάρισμα, αλά Καλλιτζάκη, (για όποιον θυμάται -περνάει ή η μπάλα ή ο παίκτης). Με τη γυναίκα του ο Γιώργαρος κυμπάρης, αλλά ζητούσε άδεια από τη μαμά να σηκωθεί από το τραπέζι της Κυριακής, έπρεπε να' ναι πάντοτε με γραβάτα, και τα μεσημέρια πρώτα να χαιρετά αυτήν κι ύστερα την γυναίκα του. Σήμερα ξανά μόνος , βάλσαμο για τις ζωντοχήρες. Λιγομίλητος κι ωραίος, να μασάς κουκιά και να τον φτύνεις.
Αυτοί είναι οι λεβέντες μας σήμερα με τις μανάδες τους. Ας τους χαίρονται. Έχει κι άλλους πολλούς Λάκηδες, Σάκηδες, μάγκες απ' τους λίγους, αλλ'άπαξ και μιλήσει η ΜΑΜΑ, κλα-ρι-νο. Σόλο κλαρίνο, όπως και η μοναχική ζωή που περνούνε.