ΕΔΩ ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ


29/11/10
Καλό παιδί ο Βασιλάκης, κυμπάρης, είπε να νηστέψει. Παίρνει το πρωί το σησαμένιο κουλουράκι του, πάει στο γραφείο έτοιμος για δουλειά. Ήπιε το καφεδάκι του, ένα ελληνικό, ναι και όχι. Ξεπέταξε το πρωινό φόρτο εργασίας και είπε να φάει το κουλούρι. Ο συνάδελφος βέβαια απέναντι που... κάθε μέρα είναι ίδια μέρα, 365 φορές το χρόνο, αφού έφαγε δύο τοστάκια ήπιε και το χυμό του, δεν άντεξε στον πειρασμό της εικόνας του Βασίλη, συν-άδερφου του γείτονος γραφείου. ''Ρε συ Μπίλλυ (φιλικά ο Μπίλλης ή Βασίλης) μήπως γίνεται να μου δώσεις λίγο από το κουλουράκι σου, χρόνια έχω να φάω!!
Τι να κάνω ρε φίλε, του 'δωσα, πεινούσε ο άνθρωπος!!
Πεινάνε οι άνθρωποι παρ 'όλα τα καλά, την άνεση, την επιστήμη, την ευγένεια (την γιαλαντζί), το φαγητό, τον πλούτο!! Το μάτι πεινασμένων - χορτάτων των ά-πατων πάτων, μηδενικών δεν γεμίζει με τίποτα. Γιατί στο τίποτα, ότι κι αν βάλεις, πάλι κενό μένει.
Κάθονται οι πειναλέοι (και χαζεύουν το μικρό γραφειάκι της γωνίας μας). Πάνω από ουρανοξύστες, μέσα από θαλαμηγούς , από δωμάτια γραφείων που είναι σαν ολόκληρο σπίτι. Κοιτάζουν την μοναξιά τους, και επειδή δεν τους παίζει κανείς, τέτοιοι ζαβολιάρηδες που είναι, τι κάνουν ως άλλα μειράκια για να τους προσέξει ο κόσμος; Τους παίρνουν το παιχνίδι, το κουλούρι, μήπως τελικά και τους προσέξει κάποιος.
Κι ο ''μικρός Βασιλάκης''; Άνετος, νηστεύων, και έτοιμος για χαρές, λύπες με ψυχή περιβόλι για όλο τον κόσμο. Εδώ στην άκρη. Με το κουλουράκι του κι όλος ο κόσμος σπίτι του. Μπροστά του , υπόγειο ο ουρανοξύστης